- ευλογητής
- ο (Μ εὐλογητής) [ευλογώ]αυτός που ευλογεί («εὐλογητὴν ἀναδείξας τὸν ἀρχιποιμένα», Νικ. Χων.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευλογητικός — ή, ό και βλογητικός, ιά, ό (Μ εὐλογητικός, ή, ό και βλογητικός, ιά, ό και βλοητικός, ιά, ό) [ευλογητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευλογία, αυτός που τελείται με ευλογία 2. αυτός που δίνει ευλογία, ο ευλογητής 3. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek